σκοπικόν

σκοπικόν
τὸ, Α [σκοπός (Ι)]
εξέταση, έρευνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορκοσκοπικόν — ὁρκοσκοπικόν, τὸ (Μ) έγγραφο το οποίο βεβαιώνει όρκο που δόθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρκος + σκοπικόν «εξέταση, έρευνα»] …   Dictionary of Greek

  • σεισμοσκοπικά — τὰ, Α πραγματεία για τους σεισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός + σκοπικόν «εξέταση, έρευνα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”